- ηθοποιώ
- ἠθοποιῶ, -έω (Α) [ηθοποιός]1. διαπλάθω το ήθος, διαμορφώνω τον χαρακτήρα2. εικονίζω, περιγράφω πιστά ήθη, χαρακτήρες, εκφράσεις προσώπων με τον λόγο ή με τη ζωγραφική («ἠθοποιεῑ και κατασκευάζει τά πρόσωπα τῷ λόγῳ πιστά», Διον. Αλ.)3. εκφράζω το νόημα κάποιου πράγματος.
Dictionary of Greek. 2013.